- στυγνός
- στυγν-ός, ή, όν,A hated, abhorred, of persons and things, Archil.80;
ἄτη A.Pr.886
(anap.);ὦ στυγνὲ δαῖμον Id.Pers.472
;ὦ στυγνὸς αἰών S.Ph.1348
;λῶβαι Id.Aj.561
, etc.: c. dat., hateful or hostile to one, A.Pers.286 (lyr.), S.El.918. Adv. [comp] Comp.-οτέρως, ἔχειν πρός τινα BGU1301.8
(ii/i B.C.).II gloomy, sullen,πρόσωπον A.Ag.639
, E. Alc.777;ὀφρύων νέφος Id.Hipp.172
(anap.), cf. 290;στυγνοὶ κλαίουσιν Ἔρωτες Mosch.3.67
; ὁρᾶν στυγνός, opp. φαιδρός, X.An.2.6.9, cf. 11, Hp.Mul.2.182, LXX Is.57.17, Arr.Epict.3.5.9 ([comp] Comp.), Aret.SD1.5;νύξ LXX Wi.17.5
; οἱονεὶ πυρὸς εἰσπεσόντος εἰς ὕδωρ στυγνὸν σέλας ἐκπέμπουσα [λιγνύς] Adam.Vent.34; σ. διαγωγαὶ καὶ ἀναγνώσεις καὶ διηγήματα, opp. ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων, Sor.2.46; στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ sullenly, with an ill grace, S.OT673: neut. as Adv.,στυγνὸν οἰμώξας Id.Ant.1226
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.